- δερά
- δερά̱ , δειρήneckfem nom/voc/acc dual (attic)δερά̱ , δειρήneckfem nom/voc sg (attic doric aeolic)δεράςfem voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δέρα — δέρᾱ , δέρος neut nom/acc pl (doric aeolic) δέρᾱ , δειρή neck fem nom/voc/acc dual (aeolic) δέρᾱ , δειρή neck fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέρᾳ — δέραι , δειρή neck fem nom/voc pl (aeolic) δέρᾱͅ , δειρή neck fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δέρᾳ — Δέραι , Δέραι fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δεράων — Δερά̱ων , Δέραι fem gen pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεράων — δερά̱ων , δειρή neck fem gen pl (attic epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέραν — δέρᾱν , δειρή neck fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δέρας — Δέρᾱς , Δέραι fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειρή — και (αιολ. τ.) δέρα και (αττ. τ.) δέρη, η (Α) 1. λαιμός, τράχηλος 2. περιδέραιο 3. στον πληθ. κοίτη χειμάρρου, στενή κοιλάδα 4. φρ. «τὰ ἀπὸ τῆς δειρῆς» τα στολίδια, τα κοσμήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρωταρχικός τ. τών δειρή, δέρη, δέρα θεωρείται ο τ. δερFᾱ … Dictionary of Greek
δέρας — δέρος neut nom sg δέρᾱς , δειρή neck fem acc pl (aeolic) δέρᾱς , δειρή neck fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελεόφρων — μελεόφρων, ον (Α) αυτός που έχει σκέψεις και φρονήματα αξιοθρήνητα, ο αξιοθρήνητος, ο δυστυχισμένος εξαιτίας τών σκέψεών του («ἐγὼ μέλεος οἶδ , ὅτε φάσγανον δέρᾳ θῆκέ μοι μελεόφρων πατήρ», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλεος «άθλιος, δυστυχής» + φρων… … Dictionary of Greek